προσαμβάσεις

προσαμβάσεις
προσάμβασις
fem nom/voc pl (attic epic)
προσάμβασις
fem nom/acc pl (attic)
προσανάβασις
going up
fem nom/voc pl (attic epic)
προσανάβασις
going up
fem nom/acc pl (attic)
προσαμβά̱σεις , προσαναβαίνω
go up
aor subj act 2nd sg (epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσανάβαση — η / προσανάβασις άσεως, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. προσάμβασις Α [προσαναβαίνω] νεοελλ. 1. η επί πλέον αύξηση, βαθμιαία επαύξηση 2. (για νερά) πλημμύρα, ξεχείλισμα μσν. αρχ. μέρος, τόπος από όπου ανέρχεται κανείς κάπου («ἀνὴρ... κλίμακος προσαμβάσεις… …   Dictionary of Greek

  • στείχω — και εσφ. γρφ. στίχω Α 1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω ή έρχομαι (α. «τοὶ μὲν γὰρ ποτὲ πύργους πανδαμὶ πανομιλὶ στείχουσιν», Αισχύλ. β. «εἴ τινά που μετ ὄεσσι λάβοι στείχοντα θύραζε», Ομ. Οδ.) 2. φεύγω, απέρχομαι («στείχωμεν ὡς κώλοισιν ἀμφίβληστρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”